- κακοπέτης
- κακοπέτης, -ες (Α)αυτός που πετά άσχημα («κακοπέτης δὲ καὶ χρόαν ἔχει μοχθηράν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακῶς) + -πέτης (< πέτομαι), πρβλ. υψι-πέτης, ωκυ-πέτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
PALLIDI — et mali coloris homines, impudentes fere et inverecundi habebantur dicebanturque, nisi pallor ille ex studiorum contentione contractus videretur. Martial. l. 7. Epigr. 3. Esset, Maxime, cum mali coloris, Versus scribere coepit Oppianus.… … Hofmann J. Lexicon universale
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek